- ισόθερμος
- Καμπύλη που συνδέει τα σημεία της Γης όπου οι μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα είναι οι ίδιες σε ορισμένη χρονική στιγμή.
* * *-η, -ο, θηλ. και -ος1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή που κατά τη διάρκειά της η θερμοκρασία παραμένει σταθερή3. το θηλ. ως ουσ. η ισόθερμος (ενν. καμπύλη)α) φυσ. καμπύλη η οποία σε διάγραμμα κατάστασης απεικονίζει μια ισόθερμη μετατροπήβ) (μετεωρ.) καμπύλη η οποία ενώνει στους κλιματολογικούς χάρτες τα σημεία με την ίδια μέση θερμοκρασία σε ορισμένη χρονική περίοδο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isotherme < iso- (πρβλ. ἰσ[o]*)- + -therme (πρβλ. θέρμη < θερμός). Η λ. μαρτυρείται στον Νικηφ. Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.